- άμεσος
- -η, -οεπίρρ. άμεσα και αμέσως1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωρίς κάποιον διάμεσο: Επιβλήθηκαν καινούργιοι άμεσοι φόροι.2. αυτός που συμβαίνει χωρίς τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος: Χρειάζεται άμεση χειρουργική επέμβαση.3. αυτός που κατανοείται απευθείας με τις αισθήσεις ή τη συνείδηση, χωρίς αποδείξεις: Είχε άμεση αντίληψη της κατάστασης.4. (γραμμ.), «άμεσο αντικείμενο», αυτό που δέχεται την ενέργεια του ρήματος απευθείας και όχι πλάγια: Σου έδωσα το βιβλίο· η λέξη «το βιβλίο» είναι άμεσο αντικείμενο, η λέξη «σου» το έμμεσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.